παθός — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη … Dictionary of Greek
μαθός — ο 1. ο έμπειρος. 2. φρ., «ο παθός μαθός», όποιος έπαθε κάτι, ξέρει και προνοεί ώστε να μην το ξαναπάθει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαθός — ή, ό 1. αυτός που γνωρίζει κάτι από πείρα 2. φρ. «ο παθός (γίνεται) μαθός» αυτός που έπαθε κάτι προφυλάσσεται να μην τό ξαναπάθει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. μαθών τού β αορ. τού μανθάνω (πρβλ. γέρων > γέρος, παθών > παθός, χάρων > χάρος)] … Dictionary of Greek
παθός — ο ού, αυτός που έπαθε κάτι και ξέρει για το λόγο αυτό: Ο παθός είναι μαθός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλομαθής — ές, ΜΑ επιρρεπής στα πάθη, στις σαρκικές επιθυμίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παθής (< πάθος), πρβλ. πολυ παθής]. ές, ΝΜΑ αυτός που τού αρέσει η μάθηση, η απόκτηση γνώσεων αρχ. 1. (με γεν. πράγματος) αυτός που επιδιώκει να μάθει κάτι 2. το ουδ … Dictionary of Greek